ἐπιφανέστατοι

ἐπιφανέστατοι
ἐπιφανής
coming to light
masc nom/voc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιφανής — Τιμητικός τίτλος. Το υπερθετικό του ε., επιφανέστατος ή νοβελίσιμος, καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος κατά τον 3o αι. μ.Χ., κυρίως ως επίθετο του τίτλου καίσαρ. Τον τίτλο του ε. μεταβίβαζαν οι αυτοκράτορες στους γιους τους και, αργότερα, το… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία Αθηνών — Το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Ιδρύθηκε το 1926 και στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο, που ήδη από τον 19ο αι. είχε ανεγερθεί για τον σκοπό αυτό με δαπάνες του εθνικού ευεργέτη Σίμωνα Σίνα. Σκοπός της Α.Α. είναι, κατά τον ιδρυτικό νόμο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”